Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Τα Κτήνη με τις Ερυθρές Παρειές

Τέσσερις αιώνες περίπου διήρκησε η κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μία νύχτα ήταν αρκετή, και χωρίς την επέλαση των Οθωμανών, για την κατάρρευση του  νεοελληνικού «κράτους-πρόνοιας», την περιστολή των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την υπονόμευση των όρων εργασιακής ειρήνης και μακροπρόθεσμης κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης στη χώρα μας. Παράδοξο, αν αναλογισθούμε τη συμμετοχή μας στην ευρωζώνη, τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που ευαγγελίζονταν οι κυβερνήσεις των δέκα περίπου τελευταίων ετών και τις προεκλογικές υποσχέσεις της σημερινής «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης. Αναμενόμενο, εντούτοις, με δεδομένη την ανυποληψία της πολιτικής νομενκλατούρας, την άνευ όρων παράδοση στην πολιτική του μνημονίου και την, αναμεμιγμένη με φόβο και ηττοπάθεια, παράδοση του λαού.
Είναι γεγονός, ότι η αναπαλαιωμένη δημοκρατία που οικοδομήθηκε μετά τη μεταπολίτευση κατόρθωσε για πρώτη φορά ίσως μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τη μικρασιατική εκστρατεία να συνδέσει τις ουτοπικές παραστάσεις του φαντασιακού με την ιστορία. Πλέον, οι ουτοπίες δε βρίσκονταν σε κάποιο μακρινό νησί ή σε κάποια απομονωμένη ήπειρο που έμελλε να ανακαλυφθεί. Η νέα «Ατλαντίδα» ταυτίστηκε άλλοτε με τον «Κέλτικο τίγρη» και άλλοτε με την ευρωπαϊκή σύγκλιση, τοποθετούνταν στο μέλλον και ο δρόμος προς αυτή θα έπρεπε να υπερβεί πολλές δοκιμασίες που επέβαλε ο σκληρός ρεαλισμός. Ένταξη στην Ο.Ν.Ε., διατήρηση του ελλείμματος κάτω από το 3%, ήταν μερικές από τις θυσίες που απαιτούνταν με αντάλλαγμα την αίσθηση μιας προοπτικής και ενός οράματος.
Το ρήγμα δεν άργησε να δημιουργηθεί. Η οικονομική κατάρρευση τόσο της ίδιας της Ελλάδας, όσο και του υποδείγματος, της Ιρλανδίας, σκόρπισε τις υποσχέσεις για πρόοδο και διέλυσε το μόνο συνεκτικό δεσμό μεταξύ φαύλου πολιτικού συστήματος και πολιτών, την οικονομική ασφάλεια και ανάπτυξη. Οι «αλκυονίδες ημέρες» είχαν πλέον παρέλθει προ πολλού.
 Η κρίση χρέους του ελληνικού κράτους πολύ σύντομα μεταβλήθηκε σε κρίση της ίδιας της κοινωνίας, η οποία μέχρι σήμερα υπέμενε την αβελτηρία της κρατικής δομής, τη διαφθορά και την ηθική σήψη, μαγεμένη από τις «σειρήνες» της οικονομικής μεγέθυνσης. Τώρα, έπειτα από χρόνια, αναγκάζεται να αντικρίσει το είδωλό της στον καθρέφτη, ένα είδωλο που δεν της αρέσει και δεν επιθυμεί να διατηρήσει. Και εδώ έγκειται το μεγάλο πρόβλημα. Διότι αδυνατεί να πλάσει μία εικόνα του εαυτού της που να μπορεί να επικροτήσει και να αντιτάξει ένα συλλογικό όραμα για το μέλλον. Το ελληνικό κράτος μπορεί τελικά να μην πτωχεύσει, η ελληνική κοινωνία, όμως, φαίνεται πως έχει εξαντλήσει κάθε απόθεμα συνοχής και εσωτερικής ειρήνης που διέθετε.
Η τραγωδία που διαδραματίζεται είναι μεγαλύτερη σε ατομικό, παρά σε συλλογικό επίπεδο. Ο περιορισμός μισθών και συντάξεων μαζί με τα οικονομικά αδιέξοδα δημιουργεί και κοινωνικές αναταράξεις. Η χρόνια αίσθηση κοινωνικής αδικίας, αναξιοκρατίας και συστημικής διαφθοράς νότισε την κοινωνική συνοχή και απαξίωσε την έννοια της ισότητας των πολιτών. Στην εποχή της ευμάρειας αυτό γινόταν ανεκτό. Τώρα αποτελεί τη σταγόνα που κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει.
«Σημεία» των καιρών μας ή επάνοδος του διφορούμενου, ένα είναι βέβαιο, ότι οι εκφυλιστικές οικονομικοκεντρικές αντιλήψεις περί των κοινωνικών αιτημάτων βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και αναπτύσσονται, παρά την πλήρη καταβαράθρωση του ικριώματος που στήριζε το μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο. Θεωρείται, δηλαδή, δεδομένη η προέλευση της οργής των πολιτών από τον περιορισμό της επιθυμίας του και παραγνωρίζεται η θυμική καταγωγή της οργής αυτής. Με άλλα λόγια υποστηρίζεται ότι επί παραδείγματι οι δημόσιοι υπάλληλοι, κάποιοι αυτοαπασχολούμενοι, αλλά και ιδιωτικοί υπάλληλοι και συνταξιούχοι τα προηγούμενα χρόνια παραδόθηκαν σε ένα διάστροφο ηδονισμό και πως οι εκδηλώσεις του θυμού τους προέρχεται από την απληστία τους για προνόμια που χάνουν, κάτι που δεν αποτελεί παρά μία απλούστευση της ψυχολογικής διεργασίας.
Οι εργαζόμενοι διαδηλώνοντας, δε διεκδικούν μόνο εργασιακή ασφάλεια ή μισθολογική αύξηση κατά απόλυτη τιμή, ώστε να καλύψουν τις αυξανόμενες βιοτικές τους ανάγκες, ανάγκες πραγματικά υπαρκτές, αλλά στην ουσία μία μισθολογική αναγνώριση της αξίας που ο καθένας τους θεωρεί ότι έχει. Ισχυρίζεται, δηλαδή ο εργαζόμενος: «Κάνω καλά τη δουλειά μου, τόσα χρόνια έφερνα κέρδη, η παραγωγικότητά μου αυξήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια, δεν ήμουν εγώ αυτός που προκάλεσε την κρίση και θέλω να πληρώνομαι όσο οι ευρωπαίοι ομόλογοί μου, θέλω η αξία μου να θεωρείται ίση με την αξία του Γάλλου ή του Γερμανού εργαζόμενου, θέλω να πληρωθώ ό,τι μου αναλογεί». Αυτή η βαθειά ανάγκη σεβασμού της αξιοπρέπειας είναι, στην πραγματικότητα, που βρίσκει διέξοδο με τις διαδηλώσεις, τη διεκδίκηση αυξήσεων και τις απεργίες.
     Και είναι αυτή η αρχέγονη τάση του ανθρώπου για αναγνώριση της αξίας του που στρέφει σήμερα την πλειονότητα της κοινωνίας ενάντια στο πολιτικό σύστημα. Είναι αυτή η αιτία για την οποία, αν όχι όλοι, σίγουρα η πλειονότητα των πολιτικών συγκεντρώνουν την περιφρόνηση και τη χλεύη, η πεποίθηση, δηλαδή, ότι λειτουργώντας ως ανδράποδα των πολυεθνικών και των επιχειρηματικών κολοσσών, αντάλλαξαν την αξιοπρέπειά τους με έναν ταχύ και παράνομο πλουτισμό. Και είναι αυτό το αίσθημα που ζητά εξιλέωση έπειτα από τις υποτιμήσεις της μισθολογικής αξίας, τα ακκίσματα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης με τις δηλώσεις περί «κοπριτών» και παλαιότερα του νυν υπουργού Υγείας για τους συνταξιούχους που «δεν πεθαίνουν», αλλά και την ατιμωρησία στον πολιτικό κόσμο, όχι μόνο για τη διαφθορά, αλλά και τη διαχρονική καταστροφική πολιτική. 
 Σίγουρα ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ περισσότερο από το «κτήνος με τις ερυθρές παρειές» που του επιφύλασσε ο Νίτσε. Και σίγουρα εκτός από το θυμοειδές και την επιθυμία, υπάρχουν και άλλα αισθήματα που διαμορφώνουν τον άνθρωπο, όπως η αλληλεγγύη, η αγάπη, η πίστη, η αφοσίωση. Η διαβρωτική δύναμη που ασκεί η σύγκρουση μεταξύ «κυρίαρχων», ωστόσο, απειλεί να  μετατοπίσει το κέντρο βάρους της κοινωνίας, έτι μία φορά, από τον άνθρωπο στην βαρβαρότητα. Και είναι σε αυτή την κρίσιμη καμπή που οι ιδέες όπως η δικαιοσύνη, η δημοκρατία και η ηθοπαιδεία αποτελούν όχι αξίες που πρέπει να υιοθετηθούν από τον «έσχατο» άνθρωπο, αλλά η μόνη βιώσιμη εναλλακτική απέναντι στη μετατροπή της κοινωνίας σε ένα άθροισμα από «κτήνη με ερυθρές παρειές».  

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ;

"Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ίφθιμος Λόγος", στο τεύχος του φθινοπώρου 2008"

«Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό.»
                                                                         Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1   
Λίγες στιγμές στην ιστορία μπορούν να χαρακτηριστούν ως σταθμοί στην εξέλιξη των ιδεών. Αναμφισβήτητα, μία από αυτές ήταν η δημοσίευση του άρθρου του Φράνσις Φουκουγιάμα “The end of history?” και λίγο αργότερα η έκδοση του βιβλίου του «THE END OF HISTORY AND THE LAST MAN», έργο που σαφώς επηρέασε τη Νέα Δεξιά. Με φόντο τη σταδιακή κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης στα τέλη της δεκαετίας του ’80, οπότε και προχώρησε στη συγγραφή του συγκεκριμένου άρθρου, ο Φουκουγιάμα υποστήριξε όχι απλά πως η φιλελεύθερη δημοκρατία θριάμβευσε έναντι όλων των άλλων ιδεολογικών της αντιπάλων, αλλά και πως με την κυριαρχία της επήλθε το τέλος της ιστορίας. Βέβαια, εδώ το τέλος της ιστορίας δε νοείται ως ο τερματισμός της ζωής, κοινωνικής και ιδιωτικής, ως η απουσία ανθρώπινης δράσης. Η ιστορία γίνεται αντιληπτή με βάση την εγελιανή διαλεκτική, δηλαδή ως η πορεία του παγκόσμιου πνεύματος προς την πραγμάτωση της ελευθερίας. Επομένως, υποστηρίζει πως το τέλος της ιστορίας ταυτίζεται, στην ουσία με το τέλος των ιδεολογιών. Παρακάτω, λοιπόν, θα επιχειρήσω να καταδείξω κάποια «ρήγματα» που υπάρχουν σε βασικούς πυλώνες της επιχειρηματολογίας του.
Αρχικά, λοιπόν, θα αναφερθώ σε αυτή καθεαυτή τη διαπίστωση του Φουκουγιάμα πως επήλθε το τέλος της ιστορίας. 
Κυρίαρχος στις απόψεις του Χέγκελ για το τέλος της ιστορίας είναι ο λεγόμενος «αγνωστικισμός του μέλλοντος». Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Πολύ απλά ο Χέγκελ υποστηρίζει πως αντικείμενο της ιστορίας είναι το παρελθόν και τα όριά της τοποθετούνται στο εκάστοτε παρόν. Συγκεκριμένα γράφει:
«…στην ιστορία έχουμε να κάνουμε με ό,τι υπήρξε και με ό,τι υπάρχει.»
Η άποψή του αυτή απηχεί το χαρακτήρα του Απολύτου, το οποίο είναι πραγματικό μόνο ως πραγματωθέν. Ο Παναγιώτης Θανασάς θα σημειώσει:
«…η φιλοσοφία, οδεύοντας προς το Απόλυτο, δεν αποχωρίζεται την εποχή της, αλλά την κατανοεί νοητικά.» 
Ο φιλόσοφος, χαρακτηριζόμενος από αυτού του είδους τον αγνωστικισμό μπορεί να διαπιστώσει την εγκόσμια παρουσία του πνεύματος πολύ αργά, όχι φυσικά σαν εικόνα του μέλλοντος, εφόσον θα έχει περάσει στη σφαίρα του παρελθόντος, διότι όπως αναφέρει πάλι ο Θανασάς: 
«…η φιλοσοφία της ιστορίας αποτελεί μορφή γνώσης που είναι πάντοτε αναδρομική, ποτέ προδρομική.»
Επομένως, ακόμα και να έχει φτάσει πράγματι το τέλος της ιστορίας, αυτό δε θα μπορούσαμε να το αντιληφτούμε, σύμφωνα με το Χέγκελ που όπως ισχυρίζεται «ο φιλόσοφος δεν ασχολείται με προφητείες.». Πώς θα μπορούσε εξάλλου κάτι τέτοιο να συμβεί αν αυτό στερούσε από το πνεύμα τη δυνατότητα «να παράγει τις μορφές του και να γνωρίζει εαυτό»; Συνεπώς, φαίνεται εδώ η πρώτη αντίφαση των ισχυρισμών του Φουκουγιάμα. Στηρίζει την επιχειρηματολογία του στη «ραχοκοκαλιά» της θεωρίας του Χέγκελ, παραβλέποντας, όμως, ένα σημαντικό «σπόνδυλο» η έλλειψη του οποίου δημιουργεί τριγμούς σε ολόκληρο το οικοδόμημα. 
Σε αυτό σημείο, θα πρέπει να τονιστεί άλλη μια διαφοροποίησή του σε σχέση με το Χέγκελ. Αντιλαμβάνεται την εξέλιξη της ιστορίας σα μια ευθεία με αρχή και τέλος, όπου τέλος όπως προαναφέραμε θεωρείται η πραγμάτωση, από το οικουμενικό πνεύμα, της ελευθερίας. Ωστόσο, το πνεύμα, ως ανεξάντλητο, ως «η άπειρη ισχύς», δεν αναζητά μια γαλήνια μακαριότητα. Το τέλος δεν είναι μοναδικό. Αποτελεί «το κλείσιμο ενός κύκλου» του πνεύματος δίνοντάς μας τη δυνατότητα, την ευκαιρία να αντιληφθούμε πως η ουσία του είναι η ελευθερία. Ο κύκλος αυτός, βέβαια, δεν είναι αμετάβλητος αφού όπως προείπα το πνεύμα δεν αναζητεί τη στασιμότητα. Ο κύκλος διευρύνεται και ξανακλείνει εκ νέου, αποκαλύπτοντας κάθε φορά «νέες ολότητες».
Ο Χέγκελ ως ένθερμος υποστηρικτής του κράτους υποστηρίζει πως η ελευθερία αυτή πραγματώνεται μέσω μιας «θεσμικής διαμεσολάβησης μεταξύ του κράτους και του ατόμου». Δε δέχεται πως η διαμεσολάβηση αυτή είναι αδιατάραχτη. Η διατήρηση της ελευθερίας δεν είναι ούτε μια ομαλή διαδικασία, ούτε σίγουρη υπόθεση. Με άλλα λόγια μέσα σε ιστορικά πλαίσια δεν μπορεί να στηθεί ένα σύστημα σκέψης, ένα πολιτικό σύστημα που δε θα επιδεχθεί αλλαγές. Ο Φουκουγιάμα υποστηρίζει πως η φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι όπως θα έλεγε και ο Τσόρτσιλ, αν όχι το καλύτερο σίγουρα το λιγότερο κακό πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, με το να υποστηρίζει πως τελείωσαν οι ιδεολογίες, όχι απλά δείχνει να αγνοεί κεντρικές παραδοχές της εγελιανής διαλεκτικής, αλλά και την ίδια την καθημερινή εμπειρία, που το μόνο που δε μας αποδεικνύει είναι πως ο σημερινός αποτελεί τουλάχιστον έναν ανεκτό, αν όχι ανεκτικό, κόσμο.
Ωστόσο, μπορεί υπό μια άλλη οπτική γωνία να τεθεί το ερώτημα: γιατί να αποτελεί η ελευθερία αρχή(δηλαδή κίνητρο) ή σκοπό της ιστορίας; Η ελευθερία διαχρονικά γεννιέται από τα σπλάχνα της ανελευθερίας και η ίδια γεννά εκ νέου μορφές ανελευθερίας. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Πρώτον, η κατάκτηση της ελευθερίας από μια ομάδα ανθρώπων συνεπάγεται τον περιορισμό της ελευθερίας των εξουσιαστών τους. Επιπλέον, η απόκτηση ελευθερίας αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι επαρκή συνθήκη για την απόκτηση ισχύος. Και, επειδή, όπως έγραψε ο Λόρδος Acton «η ισχύς διαφθείρει», αργά ή γρήγορα η ισχύς ενός θα αποτελέσει την απώλεια της ελευθερίας άλλων. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να αντιληφτούμε την ιστορία σαν ένα παιχνίδι, μια συνεχή και αναπόδραστη διαδοχή της ελευθερίας με την ανελευθερία. 
Αν τα πράγματα έχουν έτσι, πώς μπορούμε να γνωρίζουμε, όχι απλά αν έχουμε φτάσει σε ένα τέλος της ιστορίας, αλλά αν δε βρισκόμαστε σε ένα δρόμο προς τη δουλεία, όπως ο Hayek είχε υποστηρίξει στο ομώνυμο βιβλίο του, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα; Και πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως ο φιλελευθερισμός θα κυριαρχήσει σε μια πορεία προς την ελευθερία, αν πραγματικά αυτή ισχύει, και δε θα είναι ο σοσιαλισμός ή μια ανάμειξη των δύο ή ένα εντελώς νέο σύστημα σκέψης αυτό που θα οριοθετήσει το τέλος. Για παράδειγμα, σημειώνει ο Μπόμπιο, θέλοντας να δείξει την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού ιδεώδους έναντι του φιλελεύθερου:
«Ενώ δεν μπορούμε να ορίσουμε την ισότητα μέσω της ελευθερίας, υπάρχει τουλάχιστον μια περίπτωση στην οποία μπορούμε να ορίσουμε την ελευθερία μέσω της ισότητας. Είναι εκείνη η συνθήκη στην οποία όλα τα μέλη μιας κοινωνίας θεωρούνται ελεύθερα γιατί έχουν ίση εξουσία.»
Τέλος, ο Κώστας Βεργόπουλος γράφει πως «δεν είναι η πρώτη φορά που διατυπώνεται ο ισχυρισμός του τέλους των ιδεολογιών». Όμως, δεν είναι η ίδια η συζήτηση περί του τέλος των ιδεολογιών που αποδεικνύει πως οι κοινωνικές ζυμώσεις, που αποτελούν την προϋπόθεση δημιουργίας των πρώτων, συνεχίζουν να λειτουργούν, παρακάμπτοντας το όποιο ευαγγελιζόμενο τέλος της ιστορίας;  
Βιβλιογραφία:
  1. Fukuyama Francis. 1989. “The end of history?” The National Interest no. 16 (Summer):3-18
  2. Fukuyama Francis. 1992. «Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ
  3. Χέγκελ. «Ο λόγος στην ιστορία. Εισαγωγή στη φιλοσοφία της ιστορίας» Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
  4. F. A. Hayek. 2007. “The road to serfdom. The definitive edition.” Edited by Bruce Caldwell. The University of Chicago Press
  5. N. Bobbio. 1989. “Socialismo liberale”. L’ Unita