Το ότι οι βίοι των ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι παράλληλοι είναι εν πολλοίς γνωστό. Εξίσου παράλληλη, όμως, είναι και η γεωδαιτική διαδρομή που ακολουθούν το τελευταίο διάστημα προς την κονιορτοποίηση της κοινωνικής ειρήνης και τη ρήξη του υφιστάμενου κοινωνικού συμβολαίου. Η πρόσφατη μαζική διαδήλωση στο Λονδίνο με αφορμή τις περικοπές στην παιδεία από την κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον David Cameron διαδέχεται τις ογκώδεις διαδηλώσεις στη Γαλλία για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, συνδεόμενη άμεσα με αυτές με μία σχέση αμοιβαίας άρνησης αποδοχής του συγκεκριμένου μοντέλου θέσμισης και της εικόνας του μέλλοντος που διαγράφεται.
Παράλληλα, το «χαλύβδινο φρούριο» της «οικονομίας της γνώσης» καταρρέει, συμπαρασύροντας στην άβυσσο της κοινωνικοοικονομικής αστάθειας και ανισορροπίας το δυτικό κόσμο και τερματίζοντας την πεντηκονταετή παράταση της ηγεμονίας που του προσέφερε η οικονομική επέκταση. Η εντεινόμενη οικονομική κρίση σε Ιρλανδία και Πορτογαλία, καθώς και η πρόσφατη πρόταση του προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας Robert Zoellick σχετικά με τη δημιουργία ενός νέου συστήματος ισοτιμιών βασισμένου στο χρυσό (Bretton Woods II), αποδεικνύει όχι μόνο τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει το δυτικό οικοδόμημα, αλλά και την αναζήτηση νέας προοπτικής.
Και μπορεί οι συζητήσεις και οι αποφάσεις των G20 για αναμόρφωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος να παραμένουν «έπεα πτερόεντα», είναι, όμως, στην Ελλάδα που η ανάγκη για αλλαγή επιζητά να μετασχηματιστεί σε λόγο και έπειτα να εκφραστεί με ένα σαφές σχέδιο δομικής αλλαγής. Μολονότι, όμως, η ανάγκη αυτή έγινε ιδιαιτέρως πρόδηλη, έπειτα από την υιοθέτηση της πολιτικής του Μνημονίου, δεν αποτελεί παρά την τραγική αποτύπωση της διαχρονικής αποτυχίας του τρόπου οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας που χαρακτηρίστηκε από την εμμονή της εξουσίας, από τη μία, και από τη συστημική διαφθορά, από την άλλη, της κομματικής γραφειοκρατίας.
Διαχρονικής αποτυχίας, πράγματι, αν κατανοήσουμε ότι το εκβιαστικό δίλημμα «υπερψήφιση ή πρόωρες εκλογές» ή η υποσχεσεολογία και η απόκρυψη των πραγματικών οικονομικών στοιχείων από το δημόσιο διάλογο δεν εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία, αλλά είναι τμήμα ενός ευρύτερου κοινωνικού και ιστορικού καθορισμού που ενισχύθηκε ιδιαίτερα ήδη από τη δεκαετία του ’80 και ο οποίος προέβαλλε την εξουσία ως αυτοσκοπό της πολιτικής θέσμισης. Μία εξουσία που δε δίστασε να εξαγοράσει συνειδήσεις με μία έστω και βραχυπρόθεσμη αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Μία εξουσία για την εξουσία.
Ταυτόχρονα, απαλλαγμένη από κάθε μορφή κοινωνικού έλλογου ελέγχου, η κομματική γραφειοκρατία αναπαρήγαγε επιζήμιες νόρμες και συμπεριφορές, επιτυγχάνοντας συνειδητά τον εξανδραποδισμό της κριτικής σκέψης και την απομάκρυνση του πραγματικά πολιτικού λόγου από τη δημόσια συζήτηση. Το πρόταγμα του κομματικού φανατισμού ή στην καλύτερη της πολιτικής απάθειας κατέστησε τους πολίτες συνένοχους, δίχως να το αντιληφθούν πραγματικά, στο έγκλημα της καταλήστευσης του δημόσιου πλούτου και έδωσε το δικαίωμα στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης να υποστηρίξει ότι «μαζί τα φάγαμε».
Τέτοιες κυβερνήσεις που χαρακτηρίζονται από την έμμονη ιδέα της εξουσίας και την εξάρτηση από την κομματική γραφειοκρατία, φυσικά και δεν έχουν σκοπό να πραγματοποιήσουν συγκεκριμένες αλλαγές, αλλά μόνο όσες χρειάζονται για να παραμείνουν στην εξουσία. Όσο, λοιπόν, διέθεταν τα κοινοτικά κονδύλια και τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού εξαγόραζαν τη λαϊκή ανοχή και ανεκτικότητα με εισοδηματικές αυξήσεις. Όταν, όμως, ο ρυθμός αύξησης του χρέους υπερέβη το ρυθμό ανάπτυξης, λόγω της οικονομικής κρίσης και της χρόνιας αμβλυωπικής πολιτικής, απώλεσαν αυτό το εργαλείο κοινωνικού ελέγχου.
Με δεδομένη τη διαχρονική μικρόνοια της εκτελεστικής εξουσίας, δεν είναι διόλου περίεργο που ουδείς, ως φαίνεται, αντιλαμβάνεται ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα τη δεδομένη στιγμή δεν είναι τόσο ότι η πολιτική που επιβάλλει το Μνημόνιο και ακολουθεί η κυβέρνηση συντρίβει τα οικονομικά μεγέθη, αλλά ότι μαζί τους συντρίβεται και η ίδια η αυτοπαράσταση της ελληνικής κοινωνίας. Και εδώ εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα. Είναι διατεθειμένη η ελληνική κοινωνία να αντικαταστήσει ένα κράτος-γκουβερνάντα με εκτεταμένες λειτουργίες με ένα ελάχιστο κράτος που θα περιορίζεται σε μία ιδιότυπη πολιτική στα πλαίσια ενός “noblesse-oblige” και αν ναι πόσο σύντομα;
Το ερώτημα αυτό σε συνδυασμό με την αποστροφή των πολιτών έναντι του πολιτικού συστήματος, όπως αυτήν εκφράστηκε με την ευρεία αποχή στις πρόσφατες εκλογές, καθιστά σαφές ότι βραχυπρόθεσμα η ελληνική κοινωνία θα κληθεί να επιλέξει τη μελλοντική της προοπτική και να παραγάγει εκ νέου νοήματα. Στον αγώνα αυτό για αναμάγευση, η αναζήτηση μίας νέας θέσμισης, ως άλλη αναζήτηση μίας «Νήσου του Πάιν», της ουτοπικής κοινωνίας που περιέγραφε ο Henry Neville, παρότι απαραίτητη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επαλληλία των ιδεών που θα προκύψουν και την κατεύθυνση που αυτές θα υποδείξουν. Θα είναι μία πορεία περισσότερο δημοκρατική ή ένας δρόμος προς τον ολοκληρωτισμό;
Μέχρι σήμερα η κοινωνία μας τρεφόταν με αυταπάτες. Είναι πλέον γνωστό ότι οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από αυτήν την αρχή έχουν την τάση να αυτοκαταστρέφονται. Σε αυτήν την καμπή της ιστορίας δύο είναι οι δυνατές επιλογές. Είτε οι πολίτες θα αποφασίσουν να ορίσουν οι ίδιοι τη μοίρα τους και να ελέγξουν τους κομματικούς γραφειοκράτες είτε δε θα υπάρχει μοίρα για κανέναν.
Όσο κάποιες ελίτ κατέχουν την απόλυτη εξουσία είναι φυσικό να την ασκούν με βάση τα δικά τους συμφέροντα. Όμως, η εθνική, αλλά και ευρύτερα η παγκόσμια, σταθερότητα και επιβίωση απαιτεί μία λογική κοινωνική οργάνωση και αντιμετώπιση των κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων ως σύνολο. Από το βαθμό στον οποίο θα ανταποκριθούν οι πολίτες στην ευθύνη τους αυτή θα δοθεί εν τέλει απάντηση και στο εξής θεμελιώδες ερώτημα: Αποτελεί σήμερα η δημοκρατία μία δημόσια παρακαταθήκη που πρέπει να διατηρηθεί ή μία ακόμη απειλή που πρέπει να εξαλειφθεί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου