Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΟΣΟ ΠΟΤΕ...

Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200π.χ.,   Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ



Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.


Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.


Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.


Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.


Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—


Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Αναζητώντας τη Νήσο του Πάιν

          Το ότι οι βίοι των ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι παράλληλοι είναι εν πολλοίς γνωστό. Εξίσου παράλληλη, όμως, είναι και η γεωδαιτική διαδρομή που ακολουθούν το τελευταίο διάστημα προς την κονιορτοποίηση της κοινωνικής ειρήνης και τη ρήξη του υφιστάμενου κοινωνικού συμβολαίου. Η πρόσφατη μαζική διαδήλωση στο Λονδίνο με αφορμή τις περικοπές στην παιδεία από την κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον David Cameron διαδέχεται τις ογκώδεις διαδηλώσεις στη Γαλλία για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, συνδεόμενη άμεσα με αυτές με μία σχέση αμοιβαίας άρνησης αποδοχής του συγκεκριμένου μοντέλου θέσμισης και της εικόνας του μέλλοντος που διαγράφεται.
        Παράλληλα, το «χαλύβδινο φρούριο» της «οικονομίας της γνώσης» καταρρέει, συμπαρασύροντας στην άβυσσο της κοινωνικοοικονομικής αστάθειας και ανισορροπίας το δυτικό κόσμο και τερματίζοντας την πεντηκονταετή παράταση της ηγεμονίας που του προσέφερε η οικονομική επέκταση. Η εντεινόμενη οικονομική κρίση σε Ιρλανδία και Πορτογαλία, καθώς και η πρόσφατη πρόταση του προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας Robert Zoellick σχετικά με τη δημιουργία ενός νέου συστήματος ισοτιμιών βασισμένου στο χρυσό (Bretton Woods II), αποδεικνύει όχι μόνο τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει το δυτικό οικοδόμημα, αλλά και την αναζήτηση νέας προοπτικής.
       Και μπορεί οι συζητήσεις και οι αποφάσεις των G20 για αναμόρφωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος να παραμένουν «έπεα πτερόεντα», είναι, όμως, στην Ελλάδα που η ανάγκη για αλλαγή επιζητά να μετασχηματιστεί σε λόγο και έπειτα να εκφραστεί με ένα σαφές σχέδιο δομικής αλλαγής. Μολονότι, όμως, η ανάγκη αυτή έγινε ιδιαιτέρως πρόδηλη, έπειτα από την υιοθέτηση της πολιτικής του Μνημονίου, δεν αποτελεί παρά την τραγική αποτύπωση της διαχρονικής αποτυχίας του τρόπου οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας που χαρακτηρίστηκε από την εμμονή της εξουσίας, από τη μία, και από τη συστημική διαφθορά, από την άλλη, της κομματικής γραφειοκρατίας.
        Διαχρονικής αποτυχίας, πράγματι, αν κατανοήσουμε ότι το εκβιαστικό δίλημμα «υπερψήφιση ή πρόωρες εκλογές» ή η υποσχεσεολογία και η απόκρυψη των πραγματικών οικονομικών στοιχείων από το δημόσιο διάλογο δεν εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία, αλλά είναι τμήμα ενός ευρύτερου κοινωνικού και ιστορικού καθορισμού που ενισχύθηκε ιδιαίτερα ήδη από τη δεκαετία του ’80 και ο οποίος προέβαλλε την εξουσία ως αυτοσκοπό της πολιτικής θέσμισης. Μία εξουσία που δε δίστασε να εξαγοράσει συνειδήσεις με μία έστω και βραχυπρόθεσμη αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Μία εξουσία για την εξουσία.
        Ταυτόχρονα, απαλλαγμένη από κάθε μορφή κοινωνικού έλλογου ελέγχου, η κομματική γραφειοκρατία αναπαρήγαγε επιζήμιες νόρμες και συμπεριφορές, επιτυγχάνοντας συνειδητά τον εξανδραποδισμό της κριτικής σκέψης και την απομάκρυνση του πραγματικά πολιτικού λόγου από τη δημόσια συζήτηση. Το πρόταγμα του κομματικού φανατισμού ή στην καλύτερη της πολιτικής απάθειας κατέστησε τους πολίτες συνένοχους, δίχως να το αντιληφθούν πραγματικά, στο έγκλημα της καταλήστευσης του δημόσιου πλούτου και έδωσε το δικαίωμα στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης να υποστηρίξει ότι «μαζί τα φάγαμε».
         Τέτοιες κυβερνήσεις που χαρακτηρίζονται από την έμμονη ιδέα της εξουσίας και την εξάρτηση από την κομματική γραφειοκρατία, φυσικά και δεν έχουν σκοπό να πραγματοποιήσουν συγκεκριμένες αλλαγές, αλλά μόνο όσες χρειάζονται για να παραμείνουν στην εξουσία. Όσο, λοιπόν, διέθεταν τα κοινοτικά κονδύλια και τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού εξαγόραζαν τη λαϊκή ανοχή και ανεκτικότητα με εισοδηματικές αυξήσεις. Όταν, όμως, ο ρυθμός αύξησης του χρέους υπερέβη το ρυθμό ανάπτυξης, λόγω της οικονομικής κρίσης και της χρόνιας αμβλυωπικής πολιτικής, απώλεσαν αυτό το εργαλείο κοινωνικού ελέγχου.
         Με δεδομένη τη διαχρονική μικρόνοια της εκτελεστικής εξουσίας, δεν είναι διόλου περίεργο που ουδείς, ως φαίνεται, αντιλαμβάνεται ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα τη δεδομένη στιγμή δεν είναι τόσο ότι η πολιτική που επιβάλλει το Μνημόνιο και ακολουθεί η κυβέρνηση συντρίβει τα οικονομικά μεγέθη, αλλά ότι μαζί τους συντρίβεται και η ίδια η αυτοπαράσταση της ελληνικής κοινωνίας. Και εδώ εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα. Είναι διατεθειμένη η ελληνική κοινωνία να αντικαταστήσει ένα κράτος-γκουβερνάντα με εκτεταμένες λειτουργίες με ένα ελάχιστο κράτος που θα περιορίζεται σε μία ιδιότυπη πολιτική στα πλαίσια ενός “noblesse-oblige” και αν ναι πόσο σύντομα;
        Το ερώτημα αυτό σε συνδυασμό με την αποστροφή των πολιτών έναντι του πολιτικού συστήματος, όπως αυτήν εκφράστηκε με την ευρεία αποχή στις πρόσφατες εκλογές, καθιστά σαφές ότι βραχυπρόθεσμα η ελληνική κοινωνία θα κληθεί να επιλέξει τη μελλοντική της προοπτική και να παραγάγει εκ νέου νοήματα. Στον αγώνα αυτό για αναμάγευση, η αναζήτηση μίας νέας θέσμισης, ως άλλη αναζήτηση μίας «Νήσου του Πάιν», της ουτοπικής κοινωνίας που περιέγραφε ο Henry Neville, παρότι απαραίτητη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επαλληλία των ιδεών που θα προκύψουν και την κατεύθυνση που αυτές θα υποδείξουν. Θα είναι μία πορεία περισσότερο δημοκρατική ή ένας δρόμος προς τον ολοκληρωτισμό;
        Μέχρι σήμερα η κοινωνία μας τρεφόταν με αυταπάτες. Είναι πλέον γνωστό ότι οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από αυτήν την αρχή έχουν την τάση να αυτοκαταστρέφονται. Σε αυτήν την καμπή της ιστορίας δύο είναι οι δυνατές επιλογές. Είτε οι πολίτες θα αποφασίσουν να ορίσουν οι ίδιοι τη μοίρα τους και να ελέγξουν τους κομματικούς γραφειοκράτες είτε δε θα υπάρχει μοίρα για κανέναν.
       Όσο κάποιες ελίτ κατέχουν την απόλυτη εξουσία είναι φυσικό να την ασκούν με βάση τα δικά τους συμφέροντα. Όμως, η εθνική, αλλά και ευρύτερα η παγκόσμια, σταθερότητα και επιβίωση απαιτεί μία λογική κοινωνική οργάνωση και αντιμετώπιση των κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων ως σύνολο. Από το βαθμό στον οποίο θα ανταποκριθούν οι πολίτες στην ευθύνη τους αυτή θα δοθεί εν τέλει απάντηση και στο εξής θεμελιώδες ερώτημα: Αποτελεί σήμερα η δημοκρατία μία δημόσια παρακαταθήκη που πρέπει να διατηρηθεί ή μία ακόμη απειλή που πρέπει να εξαλειφθεί;

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ “HOMO INDIVIDUALIS”

Η υφιστάμενη ελληνική κρίση δε σηματοδοτεί μόνο την αποτυχία του έως πρόσφατα εφαρμοζόμενου οικονομικού μοντέλου, αλλά και τη συνολική κατάρρευση της θέσμισης της ελληνικής πολιτείας. Κατάρρευση όχι τυχαία αν αναλογιστούμε, ότι ήταν αυτή που συνετέλεσε στην κατάλυση των κοινωνικών νορμών και συμπεριφορών που επιτάσσει η αμφισβήτηση και η αναζήτηση της αλήθειας.  Και ήταν αυτή που επέτρεψε τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου “Homo individualis”, του είδους εκείνου του ανθρώπου που εξαγοράζει την πολιτική του συμμετοχή και τον ελεγκτικό του ρόλο με μία, μικρή έστω, αύξηση της αγοραστικής του δύναμης, που πιέζει για ένα διαρκώς διογκούμενο κράτος-γκουβερνάντα, ώστε να εισχωρήσει στο δημόσιο, την ίδια στιγμή που μηχανεύεται πλήθος τρόπων ώστε να το εκμεταλλευτεί, που διατυμπανίζει την πίστη του σε κοινωνικούς αγώνες, ενώ παράλληλα βυθίζεται ολοένα στη σφαίρα της ιδιώτευσης.
Η διαμόρφωση αυτού του ιδιότυπου είδους «πολίτη», δεν είναι τυχαία αν αναλογιστεί κανείς τη βαθιά κρίση νοήματος που βιώνει η ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες. Και χαρακτηριστικότερα είναι τα παραδείγματα του εκπαιδευτικού συστήματος και της δικαιοσύνης.
Η εκπαίδευση, με φόντο το εξετασιοκεντρικό σύστημα και τη συνεπαγόμενη χρησιμοθηρική αντίληψη για τη γνώση και σε συνδυασμό με μία τεράστια βιομηχανία ψευδαισθήσεων που έχει οικοδομηθεί γύρω από τα φροντιστήρια, έχει απεμπολήσει οιαδήποτε στόχευση, προδίδοντας παράλληλα μια δημόσια παρακαταθήκη. Και μπορεί οι μαθητές να μυούνται από νωρίς στα μυστικά του γονοτύπου, είναι το εκπαιδευτικό σύστημα που αδυνατεί να διαμορφώσει το φαινότυπο εκείνου του συνειδητοποιημένου πολίτη που απαιτείται για την ευτεταγμένη λειτουργία του πολιτεύματός μας.
Παράλληλα, η δικαστική εξουσία με τη διάχυτη διαφθορά και το σύμπλεγμα αλληλοεξαρτόμενων συμφερόντων που έχει δημιουργήσει με την εκτελεστική, επιβεβαιώνει την εντύπωση ότι η αδυναμία άσκησης δίωξης εναντίον οποιουδήποτε πολιτικού υπεύθυνου για τη σημερινή κατάσταση της χώρας δεν είναι τυχαία. Και ενώ θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πλήθος ακόμα φαινομένων που αποδεικνύουν την κρίση νοήματος, όπως τη μετατροπή των συνδικάτων σε συντεχνιακές ομάδες συμφερόντων και των κομμάτων σε βαθύτατα γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς το πρόσφατο άρθρο του Vanity Fair για να καταλάβει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας εντοπίζεται στο ότι αδυνατεί να προβάλλει κάποιο πρόταγμα που θα συσπειρώσει τον ελληνικό λαό, ή έστω θα κατορθώσει να δημιουργήσει την αίσθηση μιας συλλογικότητας.
Αν η «ολιγαρχική» δημοκρατία μας βρίσκεται σε κρίση αυτό οφείλεται όχι τόσο στα συσσωρευμένα λάθη των κυβερνήσεων, αλλά κυρίως στη συνειδητή επιλογή της κοινωνίας να μετατραπεί σε ένα κονιορτοποιημένο σύνολο ατόμων και να προτιμήσει τα ατομικά, βραχυπρόθεσμα κέρδη έναντι της συνολικής, μακροπρόθεσμης προοπτικής.
Το δίχτυ που μέχρι σήμερα περιόριζε τις απωστικές δυνάμεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων-συμφερόντων, των συντεχνιών και των λόμπι και που διασφάλιζε, έστω σε κάποιο βαθμό, την κοινωνική ειρήνη τα τελευταία σαράντα περίπου χρόνια, φαίνεται πως έχει διαρραγεί με ευθύνη όλων. Και είναι τέτοια η ανυποληψία και η έλλειψη πολιτικής υπευθυνότητας που μας χαρακτηρίζει που αδυνατούμε να αναλάβουμε το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί.
Εδώ και χρόνια επιλέξαμε τη συνεργεία στη διαφθορά με αντάλλαγμα ένα μικρό κλάσμα από τα λάφυρα της επιδρομής στο κράτος και τη νομιμοποιήσαμε. Πολιτικοί, δικαστικοί, δημοσιογράφοι δημιούργησαν μία νομενκλατούρα την οποία υπηρέτησαν πιστά δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι μεν για να διατηρήσουν και οι δε για να αποκτήσουν τα μικροοφέλη από την εισχώρηση στο δημόσιο. Ήταν αναμενόμενο η κρίση να πλήξει πρωτίστως και κυρίως τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας, όπως ήταν αναμενόμενο ότι τα υψηλότερα στρώματα της γραφειοκρατίας δε θα ήταν διατεθειμένα να παραδώσουν τόσο εύκολα τα προνόμια που έχουν αποκτήσει εδώ και χρόνια. Αποτελεί, αν μη τι άλλο, ειρωνεία να κατηγορούν οι πλατιές λαϊκές μάζες την πολιτική ηγεσία για τα εγκλήματα που όντως διέπραξε, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα το δικό τους υποστηρικτικό ρόλο σε αυτά. Και η παντελής έλλειψη πολιτικής υπευθυνότητας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος ήρθη ταυτόχρονα με την άρση των οικονομικών προνομίων.
Η σύγκρουση των συντεχνιών φαίνεται αναπόδραστη, την ίδια στιγμή που χάνεται κάθε αίσθηση νομιμότητας. Η επίθεση στον πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, κ. Μίχαλο αποτελεί πιθανότατα το προοίμιο μιας γενικευμένης ενδοκοινωνικής σύγκρουσης. Και είναι αυτή η σύγκρουση που πιθανότατα θα διαμορφώσει τα βραχυπρόθεσμα γεγονότα και τις νέες ισορροπίες. Παραμένει άγνωστο, κατά πόσο θα επαληθευτεί η παρατήρηση του Ρόμπερτ Νταλ ότι σε περιόδους κρίσεων ισχύς μεταβιβάζεται στην εκτελεστική εξουσία, αλλά είναι βέβαιο ότι μία τέτοια εξέλιξη θα δυναμίτιζε το δημοκρατικό οικοδόμημα.
Αναμφισβήτητα, σε περιόδους κρίσης περιορίζεται δραματικά η έλλογη εξέταση των προβλημάτων και η χρήση του Ορθού Λόγου για την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων. Και είναι εδώ που θα αποδειχτούν οι πραγματικές αντοχές του συστήματος. Στο κατά πόσο, δηλαδή έχει καταφέρει όλα τα προηγούμενα χρόνια να διαμορφώσει πολίτες που να τους χαρακτηρίζουν η αίσθηση της υπευθυνότητας και της δικαιοσύνης, με τη ρωλσική έννοια των όρων, καθώς και η οξεία κριτική σκέψη και η αιδώς, ώστε να αποτελέσουν οι ίδιοι τους θεματοφύλακες του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Εφόσον το έχει κατορθώσει, η λογική επιβάλλει μία ριζική αναδιοργάνωση της βασικής δομής της κοινωνίας που θα επέτρεπε τη δημοκρατική και εύρυθμη λειτουργία του κράτους. Προϋπόθεση αυτού, όμως, είναι ο δραματικός περιορισμός της γραφειοκρατίας και η υποταγή της στην κοινωνία, η επανεξέταση του τρόπου λειτουργίας των συνδικάτων, η διασφάλιση της αξιοκρατίας, της δικαιοσύνης, των ίσων ευκαιριών, της ενίσχυσης της καινοτομίας, της υποστήριξης των πρωτοβουλιών της νέας γενιάς, της υποστήριξης των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών ομάδων.
Στην περίπτωση που αυτό δεν έχει επιτευχθεί, είναι το κοινωνικό φαντασιακό που καλείται να αναδημιουργήσει τα απαραίτητα εκείνα νοήματα για τη δικαιολόγηση της ανάγκης μιας τέτοιας θέσμισης και σύγκρουσης με τα οργανωμένα συμφέροντα.
Η συμβιωτική σχέση ελληνικής κοινωνίας και “Homo individualis” βασίστηκε στη διαρκή οικονομική μεγέθυνση. Τώρα που αυτή εκλείπει τίθεται το ερώτημα: Διαθέτει η ελληνική κοινωνία το απαραίτητο εκείνο πολιτισμικό κεφάλαιο για να διαμορφώσει ένα νέο είδος συνειδητοποιημένου πολίτη και να επαναφέρει την ενότητα ή θα κονιορτοποιηθεί από τα αντιμαχόμενα επιμέρους συμφέροντα και την επικράτηση της πολιτικής φαυλότητας; 

Η ΔΥΣΗ ΩΣ ΑΛΛΟΣ ΤΑΝΧΟΪΖΕΡ

Σύμφωνα με το θρύλο, ο Τανχόιζερ, Γερμανός ποιητής, μαγεμένος από την Αφροδίτη, ζούσε παγιδευμένος στο βουνό της, το βασίλειο του έρωτα. Κάποια μέρα προσπαθώντας να αποδεσμευθεί από τα μάγια της, ζήτησε άφεση αμαρτιών από τον πάπα. Εκείνος του αποκρίθηκε πως μόνο αν ανθίσει το ραβδί που κρατούσε θα του την έδινε. Έτσι, ο Τανχόιζερ, απογοητευμένος, γύρισε στο βουνό της Αφροδίτης, εγκαταλείποντας το ραβδί πίσω του.
Σήμερα η Δύση, ως άλλος Τανχόιζερ, βρίσκεται για μία ακόμη φορά μπροστά σε ένα τεράστιο αδιέξοδο, παραδομένη στα μάγια της διαρκούς ανάπτυξης, κορύφωση του οποίου αποτελεί η σημερινή κρίση. Κι όμως, τα σημάδια της κόπωσης του συστήματος ήταν ορατά ήδη από τη δεκαετία του ’70. Και αυτά δεν περιορίζονται μόνο στην εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού, αλλά διαχέονται σε όλες τις πτυχές του κοινωνικού βίου. Η μετατροπή των κομμάτων σε βαθύτατα γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, με τη συνεπαγόμενη εγκαθίδρυση της «δικτατορίας της μετριότητας», και των συνδικάτων σε ομάδες πίεσης και εσχάτως σε “think tanks”, η έντονη αποπολιτικοποίηση και η εναπόθεση των πολιτών στη γαλήνη της ιδιωτικής σφαίρας, αποδεικνύουν αν μη τι άλλο, ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» εδώ και πολύ καιρό.
Η ανθεκτικότητα, ωστόσο, των δυτικών κοινωνιών μέχρι σήμερα, σίγουρα δεν είναι τυχαία και σίγουρα δεν είναι εξασφαλισμένη μεσοπρόθεσμα. Όντας αποτέλεσμα των σημαντικών οικονομικών και πολιτισμικών αποθεμάτων που είχε συσσωρεύσει εδώ και αιώνες, πλησιάζει πλέον στα όριά της, αν δεν τα έχει ήδη ξεπεράσει. Ο αστερισμός των παραγόντων που τη διασφάλιζαν εκλείπει και μαζί της εκλείπει οποιαδήποτε βεβαιότητα για το μέλλον.
Για πρώτη φορά, ίσως, η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με την κατάρρευση του κοσμοειδώλου της. Η κλιματική αλλαγή, ο αέναος φαύλος κύκλος οικονομικής μεγέθυνσης-συρρίκνωσης, η έλλειψη κάθε νοήματος στην κοινωνική ζωή δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με την ορθοδοξία της «προόδου» ή οποιουδήποτε είδους «ιστορικής αναγκαιότητας». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυχαία η υπερσυντηρητική στροφή στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο, εκφραζόμενη από την εκδίωξη των Ρομά στη Γαλλία, την πρόσφατη συγκέντρωση στο μνημείο Λίνκολν στις ΗΠΑ και το ρατσιστικό βιβλίο του Τίλο Σαραζίν, μέλους του ΔΣ της Bundesbank, στη Γερμανία.  Η καθολικότητα των δυτικοευρωπαϊκών ιδεωδών περί δημοκρατίας τίθενται εν αμφιβόλω όταν παρατηρείται η αδυναμία εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας στο Αφγανιστάν, ενώ η αξιοσημείωτη οικονομική πρόοδος της Κίνας, παρά την έλλειψη δημοκρατικών θεσμών, αποδεικνύει ότι ο καπιταλισμός δεν είναι σύμφυτος, απαραίτητα, με τη δημοκρατία. Παράλληλα, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οδήγησε στην εγκατάλειψη κάθε σκέψης περί μίας διαφορετικής θέσμισης της κοινωνίας, εξαιτίας του μίσους από τη μια μεριά των Ανατολικών για τον κομμουνισμό και της πίστης, από την άλλη, των Δυτικών ότι το υπάρχον είναι το λιγότερο κακό καθεστώς.
Στην πρώτη φάση αυτής της απομάγευσης, οι δυτικές κοινωνίες μοιάζουν ανήμπορες να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση όπου ούτε τα εξελιγμένα οπλικά συστήματα των Αμερικανών, ούτε τα μέτρα λιτότητας των Ευρωπαίων, μοιάζουν να αποδίδουν καρπούς. Η οικονομία θυμίζει ένα διαπλανητικό καζίνο, ενώ η πολιτική αποτελεί την τέχνη της εξισορρόπησης μεταξύ των λόμπι. Ακόμη, και όταν παρατηρούνται κινητοποιήσεις συνδικάτων και οργανώσεων, αυτές προωθούν την υπεράσπιση συντεχνιακών συμφερόντων, όπως οποιαδήποτε ομάδα πίεσης, την ίδια στιγμή που ο αριθμός των ανέργων και των νεόπτωχων αυξάνεται δραματικά. Και μπορεί ο Economist να θεωρεί την πολιτική του David Cameron ως το μοντέλο που πρέπει να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες, είναι όμως ξεκάθαρο ότι η παντελής ανυπαρξία νοήματος στο στόχο μείωσης του ελλείμματος, επί παραδείγματι, κάτω του 3% σύντομα θα οδηγήσει σε συντριβή όλου του κοινωνικού οικοδομήματος.
Φυσικά και η λύση δεν είναι να κατηγορήσουμε επιπόλαια το καπιταλιστικό σύστημα συνολικά. Όμως, είναι διαφορετικό να ομιλούμε για έναν καπιταλισμό αποδυναμωμένο από, όπως θα γράψει και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, μία «εσωτερική αντιπολίτευση» και διαφορετικό για έναν ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, που βασίζεται στην κονιορτοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων και εξαγοράζει τις συνειδήσεις με ένα καινούριο καταναλωτικό αγαθό κάθε χρόνο. Και το ζήτημα είναι ότι με την αποπολιτικοποίηση και το μονισμό του χρήματος εμποδίζεται και η ίδια η απόλαυση των αγαθών. Γιατί, σε μια κοινωνία με έλλειψη οποιουδήποτε άλλου νοήματος πλην του κέρδους, ο βιομηχανικός εργάτης θα εργάζεται όσο το δυνατόν λιγότερο ξεγελώντας τα τεστ πιστοποίησης, ο δάσκαλος θα αδιαφορεί για την εκπαίδευση των μαθητών και ο δικαστής στον οποίο θα μπορούσαμε να τους καταγγείλουμε θα δωροδοκείται.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι η οικονομία ή το καπιταλιστικό σύστημα που απειλείται τη δεδομένη στιγμή, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Είναι όλες εκείνες οι αξίες του ανθρωπισμού που διαμόρφωσαν το Δυτικό Πολιτισμό και που επέτρεψαν στις δυτικές κοινωνίες να αμφισβητούν διαρκώς τη θέσμισή τους. Είναι η αυτοπαράσταση των κοινωνιών αυτών που κλονίζεται, αφού για πρώτη φορά έπειτα από αρκετούς αιώνες δε φαίνεται να διαθέτουν οποιαδήποτε βεβαιότητα για το μέλλον. Και φυσικά το πρόβλημα της έλλειψης νοήματος δεν μπορεί να οριστεί με οικονομικά μεγέθη, ούτε να αντιμετωπιστεί με εργαλεία της πολιτικής οικονομίας.
Εκείνο που απαιτείται πλέον είναι μία συνολική στροφή της κοινωνίας με γνώμονα τον άνθρωπο. Όσο η Δύση δε βρίσκει την αυτεπιβεβαίωσή της στον υπόλοιπο κόσμο τόσο πρέπει να επιμείνει στις δημοκρατικές αξίες της. Η σύγκρουση αγοράς και κοινωνίας υπήρχε πάντα και θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Ωστόσο είναι οι κοινωνικοί αγώνες για αυτονομία που θα προστατεύσουν τις δυτικές αξίες και εν τέλει θα διασώσουν για μία ακόμη φορά τον καπιταλισμό. Και προϋπόθεση αυτών των αγώνων είναι η συνειδητοποίηση από τη μεριά των πολιτών της ευθύνης που φέρουν για τον επανακαθορισμό της δημόσιας συζήτησης και της αντικατάστασης του μερικότερων ζητημάτων, όπως της υιοθέτησης ή μη του μνημονίου από το καθολικό ζητούμενο της αυτονομίας. Γιατί μόνο σε μία διαυγασμένη κοινωνία έχει αξία οιαδήποτε συζήτηση παρόμοιων οικονομικών, εκπαιδευτικών ή άλλων ζητημάτων, ιδίως όταν πρόκειται για τέτοιας μείζονος σημασίας θέματα.  
Στο τέλος του θρύλου του Τανχόιζερ, το ραβδί του τελικά ανθίζει και ο πάπας αποφασίζει να του δώσει άφεση αμαρτιών. Όμως, κανένας δεν καταφέρνει να τον βρει. Είναι έτοιμη η Δύση να αλλάξει τις προτεραιότητές της έγκαιρα ή θα ακολουθήσει τις αναδυόμενες οικονομίες σε ένα δρόμο προς τη θηριοποίηση; Είναι καιρός να αντιληφτούμε όλοι την ανάγκη για μία ανθρωπιστική αντεπάνασταση. Η ώρα έφτασε.